- ριγκορισμός
- και ριγορισμός, ο, Ν1. ηθική αντίληψη κατά την οποία επιβάλλεται άκρα αυστηρότητα ηθών2. συνεκδ. η άσκηση τής ηθικής αυτής στη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rigorisme (< λατ. rigor «σκληρότητα, στερεότητα») + -ισμός*.
Dictionary of Greek. 2013.